κρυπτογαμικός

κρυπτογαμικός
η , ό[ν] бот. тайнобрачный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κρυπτογαμικός" в других словарях:

  • κρυπτογαμικός — ή, ό βοτ. αυτός που ανήκει στα κρυπτόγαμα ή έχει τα χαρακτηριστικά τών κρυπτογάμων («κρυπτογαμικές ασθένειες») …   Dictionary of Greek

  • κρυπτογαμικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στην κρυπτογαμία των φυτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυπτ(ο)- — (AM κρυπτ[ο] , Α και κρυψι ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής το οποίο έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται, είναι ή κάνει κάτι κρυφά, με μυστικό τρόπο (πρβλ. κρυπτογενής, κρυψίνους). Το κρυπτ(ο) ανάγεται στο επίθ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»